Greek Meaning of judged

καταδικασμένος

Other Greek words related to καταδικασμένος

Definitions and Meaning of judged in English

Webster

judged (imp. & p. p.)

of Judge

FAQs About the word judged

καταδικασμένος

of Judge

καταδικάστηκε,αποφασισμένο,θεωρούμενος,αποφάσισε,αποφασισμένος,εγκαταστημένος,διαιτησία,κατέληξε,θεωρείται,εκ προθέσεως

αμφίβολος,περιφραγμένο,φουστα,διστακτικός

judge advocate general => στρατιωτικός δικηγόρος, judge advocate => στρατιωτικός εισαγγελέας, judge => Κριτής, judeo-spanish => μπουρλιντέσκο, judeo-christian => ιουδαιοχριστιανικός,