Greek Meaning of mediated
μεσολαβούμενος
Other Greek words related to μεσολαβούμενος
Nearest Words of mediated
Definitions and Meaning of mediated in English
mediated (s)
acting or brought about through an intervening agency
mediated (imp. & p. p.)
of Mediate
FAQs About the word mediated
μεσολαβούμενος
acting or brought about through an intervening agencyof Mediate
επενέβη,παρενέβη,μεσολάβησε,μεσολάβησε,παρεμβαλλόμενος,διαιτησία,σπασμένο,μπαίνει στη μέση,κόβω,εισέβαλε
Απέφευξε,στάθηκε,παραβλεπόμενος,απέφευξα,απέφυγε
mediate => μεσολαβώ, mediastinum => μεσοθώρακιο, mediastine => μεσοθωράκιο, mediastinal => μεσοθωρακικός, mediant => Μεσόκυρτος,