FAQs About the word intruded

εισέβαλε

of Intrude, Same as Intrusive.

διακοπείσα,κόβω,παρεμβαλλόμενος,πρόσθεσε,ενοχλημένο,Εισέβαλε,ακούστηκε,συνεισφέρω,συνεισέφερε,βάλω μέσα

Απέφευξε,απέφυγε,παραμελημένος,παραβλεπόμενος,απέφευξα

intrude on => ενοχλώ, intrude => παρεμβαίνω, introvertive => εσωστρεφής, introvertish => Εσωστρεφής, introverting => εσωστρεφής,