Greek Meaning of intruder
εισβολέας
Other Greek words related to εισβολέας
- Περιέργεια
- περίεργος
- κουτσομπόλης
- πληροφοριοδότης
- παρεμβολέας
- εισβολέας
- Ο μεσολαβητής
- κατάσκοπος
- φιλοπερίεργος
- κουτσομπολιό
- Πληροφοριοδότης
- παρεμβολέας
- θεατής
- Κιβιτζής
- Φιλοπερίεργος
- κρυφοκοιτάζω
- Φίδι
- κατασκοπεύω
- σκάρφος
- αποκαλύπτης
- χασμουρητό
- περίεργος
- χαζοβιόλης
- Θεατής
- _κουτσομπόλης_
- προσευχή
- μοχλός
- Περίεργος
- αποκαλυπτικός
- περίεργος
- θεατής
- κλέβω
- καραφλής
- καρφί
- χαφιές
- κουτσομπολιό
- κακός
- κουτσομπόλης
- ταμίας
- αποκαλυπτικός
Nearest Words of intruder
Definitions and Meaning of intruder in English
intruder (n)
someone who intrudes on the privacy or property of another without permission
intruder (n.)
One who intrudes; one who thrusts himself in, or enters without right, or without leave or welcome; a trespasser.
FAQs About the word intruder
εισβολέας
someone who intrudes on the privacy or property of another without permissionOne who intrudes; one who thrusts himself in, or enters without right, or without l
Περιέργεια,περίεργος,κουτσομπόλης,πληροφοριοδότης,παρεμβολέας,εισβολέας,Ο μεσολαβητής,κατάσκοπος,φιλοπερίεργος,κουτσομπολιό
No antonyms found.
intruded => εισέβαλε, intrude on => ενοχλώ, intrude => παρεμβαίνω, introvertive => εσωστρεφής, introvertish => Εσωστρεφής,