Greek Meaning of introversion
Εσωστρέφεια
Other Greek words related to Εσωστρέφεια
- ενδοσκόπηση
- αυτοαπορρόφηση
- Aυτοανάλυση
- αυτοσυνειδησία
- εγωκεντρισμός
- Εγωπάθεια
- Αυτοσυνειδησία
- Αυτοανακάλυψη
- Εγωισμός
- Αυτοπραγμάτωση
- αυτοαναγνώριση
- Διαλογισμός
- στοχασμός
- Αυτοπραγμάτωση
- Αυτοαντίληψη
- αυτοσυγκέντρωση
- αυτοεξέταση
- Αυτογνωσία
- Αυτοπραγμάτωση
- Αυτό-εικόνα
- Αυτογνωσία
- Αυτοπαρατήρηση
- αυτοαντίληψη
- αυτοπροβληματισμός
- αυτοεξέταση
- αναζήτηση ψυχής
- στοχασμός
- αντανάκλαση
- Αυτοαμφισβήτηση
- αυτοαποκάλυψη
- αυτοαναζήτηση
Nearest Words of introversion
Definitions and Meaning of introversion in English
introversion (n)
the condition of being folded inward or sheathed
the folding in of an outer layer so as to form a pocket in the surface
(psychology) an introverted disposition; concern with one's own thoughts and feelings
introversion (n.)
The act of introverting, or the state of being introverted; the act of turning the mind inward.
FAQs About the word introversion
Εσωστρέφεια
the condition of being folded inward or sheathed, the folding in of an outer layer so as to form a pocket in the surface, (psychology) an introverted dispositio
ενδοσκόπηση,αυτοαπορρόφηση,Aυτοανάλυση,αυτοσυνειδησία,εγωκεντρισμός,Εγωπάθεια,Αυτοσυνειδησία,Αυτοανακάλυψη,Εγωισμός,Αυτοπραγμάτωση
No antonyms found.
introvenient => εσωστρεφής, introuvable => Άφαντος, introsume => εισάγω, introspectiveness => Ενδοσκόπηση, introspective => ενδοσκοπικός,