Greek Meaning of introspective
ενδοσκοπικός
Other Greek words related to ενδοσκοπικός
- Αναλυτικός
- κλώσσα
- στοχαστικός
- σοβαρός
- Διαλογικός
- μελαγχολία
- στοχαστικός
- φιλοσοφικός
- Φιλοσοφικός
- ανακλαστικός
- αναδρομική
- Προβληματισμένος
- αυτοαναφορικός
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- στοχαστικός
- αναλυτικός
- νοητικός
- λογικός
- στοχασμός
- λογικός
- Μηρυκαστικό
- σιωπηλός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
- επίσημος
- απρόσεκτος
- αφηρημένος
- εσκεμμένος
- τάφος
- προβληματισμένος
- σκόπιμος
- σοβαρός
- βαρύς
Nearest Words of introspective
Definitions and Meaning of introspective in English
introspective (a)
given to examining own sensory and perceptual experiences
introspective (a.)
Inspecting within; seeing inwardly; capable of, or exercising, inspection; self-conscious.
Involving the act or results of conscious knowledge of physical phenomena; -- contrasted with associational.
FAQs About the word introspective
ενδοσκοπικός
given to examining own sensory and perceptual experiencesInspecting within; seeing inwardly; capable of, or exercising, inspection; self-conscious., Involving t
Αναλυτικός,κλώσσα,στοχαστικός,σοβαρός,Διαλογικός,μελαγχολία,στοχαστικός,φιλοσοφικός,Φιλοσοφικός,ανακλαστικός
ανέμελος,φρίβολος,αστοχαστικό,επιπόλαιος,ανοησυ,ανόητος,αφηρημένος,απρόσεκτος,απρόσεκτος,ανόητος
introspectionist => Ενδοσκόπος, introspection => ενδοσκόπηση, introspect => Ενδοσκόπηση, introrse => εσωστρεφής, introreception => ενδοδεκτικότητα,