Greek Meaning of contemplative
στοχαστικός
Other Greek words related to στοχαστικός
- Διαλογικός
- μελαγχολία
- στοχαστικός
- φιλοσοφικός
- Φιλοσοφικός
- ανακλαστικός
- στοχαστικός
- Αναλυτικός
- κλώσσα
- νοητικός
- ενδοσκοπικός
- λογικός
- στοχασμός
- λογικός
- αναδρομική
- Μηρυκαστικό
- Προβληματισμένος
- σοβαρός
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- αφηρημένος
- αναλυτικός
- εσκεμμένος
- σοβαρός
- τάφος
- προβληματισμένος
- σκόπιμος
- σιωπηλός
- αυτοαναφορικός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
Nearest Words of contemplative
- contemplation => στοχασμός
- contemplate => αναλογίζομαι
- contemn => περιφρονώ
- conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα
- conte alessandro giuseppe antonio anastasio volta => Κόμης Αλεσσάντρο Τζιουζέπε Αντόνιο Ανάστασιο Βόλτα
- conte => κόμης
- contaminative => Μολυσματικός
- contamination => Μόλυνση
- contaminating => μολυσματική
- contaminated => Μολυσμένος
- contemplativeness => Στοχαστικότητα
- contemporaneity => συγχρονικότητα
- contemporaneous => σύγχρονος
- contemporaneously => Ταυτόχρονα
- contemporaneousness => συγχρονισμός
- contemporaries => σύγχρονοι
- contemporary => Σύγχρονο
- contemporary world => Σύγχρονος κόσμος
- contemporise => Εκσυγχρονίζω
- contemporize => εκσυγχρονίζω
Definitions and Meaning of contemplative in English
contemplative (n)
a person devoted to the contemplative life
contemplative (s)
deeply or seriously thoughtful
FAQs About the word contemplative
στοχαστικός
a person devoted to the contemplative life, deeply or seriously thoughtful
Διαλογικός,μελαγχολία,στοχαστικός,φιλοσοφικός,Φιλοσοφικός,ανακλαστικός,στοχαστικός,Αναλυτικός,κλώσσα,νοητικός
ανέμελος,φρίβολος,αστοχαστικό,ανόητος,επιπόλαιος,ανοησυ,ανόητος,αφηρημένος,απρόσεκτος,απρόσεκτος
contemplation => στοχασμός, contemplate => αναλογίζομαι, contemn => περιφρονώ, conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα, conte alessandro giuseppe antonio anastasio volta => Κόμης Αλεσσάντρο Τζιουζέπε Αντόνιο Ανάστασιο Βόλτα,