Greek Meaning of contemporaneousness

συγχρονισμός

Other Greek words related to συγχρονισμός

Definitions and Meaning of contemporaneousness in English

Wordnet

contemporaneousness (n)

the quality of being current or of the present

the quality of belonging to the same period of time

FAQs About the word contemporaneousness

συγχρονισμός

the quality of being current or of the present, the quality of belonging to the same period of time

ταυτόχρονοτητα,συγχρονισμός,συγχρονισμός,ταυτότητα,συνύπαρξη,σύμπτωση,Ανταγωνισμός,Εμφάνιση,Συντρέχουσα εκτέλεση,ανάπτυξη

Ασύγχρονη,ασυγχρονισμός

contemporaneously => Ταυτόχρονα, contemporaneous => σύγχρονος, contemporaneity => συγχρονικότητα, contemplativeness => Στοχαστικότητα, contemplative => στοχαστικός,