Greek Meaning of contemporaneousness
συγχρονισμός
Other Greek words related to συγχρονισμός
Nearest Words of contemporaneousness
- contemporaneously => Ταυτόχρονα
- contemporaneous => σύγχρονος
- contemporaneity => συγχρονικότητα
- contemplativeness => Στοχαστικότητα
- contemplative => στοχαστικός
- contemplation => στοχασμός
- contemplate => αναλογίζομαι
- contemn => περιφρονώ
- conte alessandro volta => Κόμης Αλεσσάντρο Βόλτα
- conte alessandro giuseppe antonio anastasio volta => Κόμης Αλεσσάντρο Τζιουζέπε Αντόνιο Ανάστασιο Βόλτα
- contemporaries => σύγχρονοι
- contemporary => Σύγχρονο
- contemporary world => Σύγχρονος κόσμος
- contemporise => Εκσυγχρονίζω
- contemporize => εκσυγχρονίζω
- contempt => περιφρόνηση
- contempt of congress => Καταφρόνηση του Κογκρέσου
- contempt of court => Περιφρόνηση δικαστηρίου
- contemptibility => καταφρονητικότητα
- contemptible => Εξευτελιστικός
Definitions and Meaning of contemporaneousness in English
contemporaneousness (n)
the quality of being current or of the present
the quality of belonging to the same period of time
FAQs About the word contemporaneousness
συγχρονισμός
the quality of being current or of the present, the quality of belonging to the same period of time
ταυτόχρονοτητα,συγχρονισμός,συγχρονισμός,ταυτότητα,συνύπαρξη,σύμπτωση,Ανταγωνισμός,Εμφάνιση,Συντρέχουσα εκτέλεση,ανάπτυξη
Ασύγχρονη,ασυγχρονισμός
contemporaneously => Ταυτόχρονα, contemporaneous => σύγχρονος, contemporaneity => συγχρονικότητα, contemplativeness => Στοχαστικότητα, contemplative => στοχαστικός,