Greek Meaning of contemptibility

καταφρονητικότητα

Other Greek words related to καταφρονητικότητα

Definitions and Meaning of contemptibility in English

Wordnet

contemptibility (n)

unworthiness by virtue of lacking higher values

FAQs About the word contemptibility

καταφρονητικότητα

unworthiness by virtue of lacking higher values

φτηνός,χωλός,μέση τιμή,βρώμικο,θλιβερός,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,θλιβερό,άτιμος,ντροπιαστικός

θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,έντιμος,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,ευγενής,αξιέπαινος,ηθικός,καλός

contempt of court => Περιφρόνηση δικαστηρίου, contempt of congress => Καταφρόνηση του Κογκρέσου, contempt => περιφρόνηση, contemporize => εκσυγχρονίζω, contemporise => Εκσυγχρονίζω,