Greek Meaning of asynchrony
ασυγχρονισμός
Other Greek words related to ασυγχρονισμός
Nearest Words of asynchrony
- asynchronous transfer mode => Ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς
- asynchronous operation => Ασύγχρονη λειτουργία
- asynchronous => ασύγχρονος
- asynchronism => Ασύγχρονη
- asynartete => ασύνδετον
- asymptotically => ασυμπτωτικά
- asymptotic => ασυμπτωτικός
- asymptote => ασύμπτωτη
- asymptomatic => Ασυμπτωματικό
- asymmetry => ασυμμετρία
Definitions and Meaning of asynchrony in English
asynchrony (n)
the relation that exists when things occur at unrelated times
FAQs About the word asynchrony
ασυγχρονισμός
the relation that exists when things occur at unrelated times
όχι ταυτόχρονο,Ασύγχρονος,μη σύγχρονος
παράλληλος,σύγχρονος,Σύγχρονο,ταυτόχρονος,σύγχρονος,σύγχρονος,συνοδευτικός,παρών,Σύγχρονος,σύγχρονος
asynchronous transfer mode => Ασύγχρονος τρόπος μεταφοράς, asynchronous operation => Ασύγχρονη λειτουργία, asynchronous => ασύγχρονος, asynchronism => Ασύγχρονη, asynartete => ασύνδετον,