Greek Meaning of broody

κλώσσα

Other Greek words related to κλώσσα

Definitions and Meaning of broody in English

Wordnet

broody (n)

a domestic hen ready to brood

Wordnet

broody (s)

physiologically ready to incubate eggs

deeply or seriously thoughtful

Webster

broody (a.)

Inclined to brood.

FAQs About the word broody

κλώσσα

a domestic hen ready to brood, physiologically ready to incubate eggs, deeply or seriously thoughtfulInclined to brood.

στοχαστικός,μελαγχολία,στοχαστικός,ανακλαστικός,στοχαστικός,νοητικός,ενδοσκοπικός,λογικός,Διαλογικός,στοχασμός

επιπόλαιος,ανέμελος,φρίβολος,αφηρημένος,αστοχαστικό,ανόητος,ανόητος,ανοησυ,ανόητος,απρόσεκτος

broodmare => φοράδα, brooding => Που εκκολάπτει, brooder pneumonia => Πνευμονία εκκολαπτηρίου, brooder => θερμοκοιτίδα, brooded => εκκολαφθείσα,