Greek Meaning of broody
κλώσσα
Other Greek words related to κλώσσα
- στοχαστικός
- μελαγχολία
- στοχαστικός
- ανακλαστικός
- στοχαστικός
- νοητικός
- ενδοσκοπικός
- λογικός
- Διαλογικός
- στοχασμός
- φιλοσοφικός
- Φιλοσοφικός
- Μηρυκαστικό
- Προβληματισμένος
- σοβαρός
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- αναλυτικός
- Αναλυτικός
- εσκεμμένος
- σοβαρός
- τάφος
- προβληματισμένος
- σκόπιμος
- λογικός
- αναδρομική
- σιωπηλός
- αυτοαναφορικός
- σοβαρός
- σοβαρός
- νηφάλιος
Nearest Words of broody
Definitions and Meaning of broody in English
broody (n)
a domestic hen ready to brood
broody (s)
physiologically ready to incubate eggs
deeply or seriously thoughtful
broody (a.)
Inclined to brood.
FAQs About the word broody
κλώσσα
a domestic hen ready to brood, physiologically ready to incubate eggs, deeply or seriously thoughtfulInclined to brood.
στοχαστικός,μελαγχολία,στοχαστικός,ανακλαστικός,στοχαστικός,νοητικός,ενδοσκοπικός,λογικός,Διαλογικός,στοχασμός
επιπόλαιος,ανέμελος,φρίβολος,αφηρημένος,αστοχαστικό,ανόητος,ανόητος,ανοησυ,ανόητος,απρόσεκτος
broodmare => φοράδα, brooding => Που εκκολάπτει, brooder pneumonia => Πνευμονία εκκολαπτηρίου, brooder => θερμοκοιτίδα, brooded => εκκολαφθείσα,