Greek Meaning of brooding
Που εκκολάπτει
Other Greek words related to Που εκκολάπτει
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- σταυρός
- ευέξαπτος
- δυσάρεστος
- κατσούφης
- δυσπεπτικός
- μελαγχολικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- ευερέθιστος
- κατηφής
- κατσούφης
- εκνευρισμένος
- δύστροπος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- πείσμων
- βραχνός
- απότομος
- σαρκαστικός
- ευερέθιστος
- σφηκοειδής
- πτωτικός
- γκρινιάρης
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- ακανθώδης
- ευέξαπτος
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- Ζωηρό
- σουμπρός
- κατσούφης
- _ιδιότροπος_
- ευέξαπτος
- θυμωμένος
- μουτρωμένος
- σύντομος
- σαρκαστικός
- σκυθρωπός
- θυμωμένος
- ευαίσθητος
- μουρτζούφλης
- Λεπτόδερμος
- ευαίσθητος
- μελαγχολικός
Nearest Words of brooding
Definitions and Meaning of brooding in English
brooding (n)
sitting on eggs so as to hatch them by the warmth of the body
persistent morbid meditation on a problem
brooding (s)
deeply or seriously thoughtful
brooding (p. pr. & vb. n.)
of Brood
FAQs About the word brooding
Που εκκολάπτει
sitting on eggs so as to hatch them by the warmth of the body, persistent morbid meditation on a problem, deeply or seriously thoughtfulof Brood
χολερικός,γκρινιάρης,χολερικός,γκρινιάρης,σταυρός,ευέξαπτος,δυσάρεστος,κατσούφης,δυσπεπτικός,μελαγχολικός
χαρούμενος,χαρούμενος,καλόκαρδος,pithani,κοινωνικός,ηλιόλουστος,ανέμελος,εύκολος,καλοδιάθετος,Καλοσυνάτος
brooder pneumonia => Πνευμονία εκκολαπτηρίου, brooder => θερμοκοιτίδα, brooded => εκκολαφθείσα, brood hen => Κλώσσα, brood bitch => Σκύλα,