Greek Meaning of pouting
θυμωμένος
Other Greek words related to θυμωμένος
- Που εκκολάπτει
- ευερέθιστος
- σουμπρός
- κατσούφης
- μουρτζούφλης
- μουτρωμένος
- σταυρός
- κατσούφης
- Κατηφής
- σκυθρωπός
- κατσούφης
- δύστροπος
- πείσμων
- ευαίσθητος
- μελαγχολικός
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- μελαγχολικός
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- θυμωμένος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- ευέξαπτος
- κατηφής
- εκνευρισμένος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- ακανθώδης
- ευέξαπτος
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- απότομος
- σαρκαστικός
- _ιδιότροπος_
- ευερέθιστος
- ευέξαπτος
- ευαίσθητος
- σφηκοειδής
- σύντομος
- σαρκαστικός
Nearest Words of pouting
Definitions and Meaning of pouting in English
pouting
a protrusion of the lips expressive of displeasure, any of several large-headed fishes (such as a bullhead or eelpout), a state of bad humor, to be moodily silent, to push out or purse the lips in a sexually suggestive way, a fit of pique, sulk entry 1, to show displeasure by thrusting out the lips or wearing a sullen expression, protrude, to show displeasure by pushing out the lips, to cause to protrude, an act of pouting
FAQs About the word pouting
θυμωμένος
a protrusion of the lips expressive of displeasure, any of several large-headed fishes (such as a bullhead or eelpout), a state of bad humor, to be moodily sile
Που εκκολάπτει,ευερέθιστος,σουμπρός,κατσούφης,μουρτζούφλης,μουτρωμένος,σταυρός,κατσούφης,Κατηφής,σκυθρωπός
χαρούμενος,χαρούμενος,καλόκαρδος,pithani,κοινωνικός,ηλιόλουστος,ανέμελος,εύκολος,καλοδιάθετος,Καλοσυνάτος
pouted => έκανε μούτρα, pours => ρίχνει, pourparler => διαπραγματεύσεις, poured => χύθηκε, pounds => λίρες,