Greek Meaning of short-tempered

ευέξαπτος

Other Greek words related to ευέξαπτος

Definitions and Meaning of short-tempered in English

Wordnet

short-tempered (s)

quickly aroused to anger

FAQs About the word short-tempered

ευέξαπτος

quickly aroused to anger

ευερέθιστος,χολερικός,γκρινιάρης,γκρινιάρης,σταυρός,ευέξαπτος,φλογερός,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,ευέξαπτος

Φιλικός,ευχάριστος,φιλικός,φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φιλικός,λαμπρός,καλόκαρδος

short-tailed shrew => Νανοποντικός, short-tailed => κοντότριχη, shorttail weasel => Νυφίτσα, short-stop bath => Μπάνιο σύντομης στάσης, short-stop => Σορτστόπ,