Greek Meaning of thin-skinned
Λεπτόδερμος
Other Greek words related to Λεπτόδερμος
- θυμωμένος
- ευερέθιστος
- ευαίσθητος
- ευέξαπτος
- γαργαλιστικός
- ευαίσθητος
- Γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- υπερευαίσθητος
- ευέξαπτος
- υπερευαίσθητος
- δύστροπος
- πείσμων
- απότομος
- υπερευαίσθητος
- σφηκοειδής
- πτωτικός
- χολερικός
- γκρινιάρης
- χολερικός
- γκρινιάρης
- γκρινιάρης
- σταυρός
- σταυροειδής
- ευέξαπτος
- Γκρινιάρης
- δυσάρεστος
- δυσπεπτικός
- Κακόκεφος
- Κακότροπος
- Ευερέθιστος (Efvréthistos)
- εκνευρισμένος
- διεστραμμένος
- γκρινιάρης
- ακανθώδης
- γκρινιάρης
- ευέξαπτος
- βραχνός
- φθαρμένος
- ευέξαπτος
- Ζωηρό
- σαρκαστικός
- γκρινιάρης
- πνιγηρός
- μουρτζούφλης
- τρυφερό
- ευερέθιστος
- σαρκαστικός
Nearest Words of thin-skinned
- thio- => θειο-
- thiobacillus => Θειοβάκιλλος
- thiobacteria => θειοβακτήρια
- thiobacteriaceae => Θειοβακτηριίδες
- thiocarbonate => Θειοκαρβονικό
- thiocarbonic => θειοανθρακικού
- thiocyanate => θειοκυανικό άλας
- thiocyanic => θειοκυανικό
- thiocyanic acid => Θειοκυανικό οξύ
- thiodiphenylamine => θειοδιφαινυλαμίνη
Definitions and Meaning of thin-skinned in English
thin-skinned (s)
quick to take offense
thin-skinned (a.)
Having a thin skin; hence, sensitive; irritable.
FAQs About the word thin-skinned
Λεπτόδερμος
quick to take offenseHaving a thin skin; hence, sensitive; irritable.
θυμωμένος,ευερέθιστος,ευαίσθητος,ευέξαπτος,γαργαλιστικός,ευαίσθητος,Γκρινιάρης,γκρινιάρης,υπερευαίσθητος,ευέξαπτος
ευχάριστος,φιλικός,καλόκαρδος,Παχυδερμικός,ανέμελος,εύκολος,Καλοσυνάτος,χαλαρός,Ανεπηρέαστος,κατανόηση
thin-shelled mussel => Μύδι με λεπτό κέλυφος, thin-shelled => με λεπτή κέλυφος (λεπτόφλουδος), thinolite => Θινολίτης, thinnish => λεπτός, thinning shears => Αραῑωτικό ψαλίδι,