Greek Meaning of thinning
αραίωση
Other Greek words related to αραίωση
- Κοπή
- Αραίωση
- φόρτωση
- εξασθένιση
- νοθεύοντας
- μολυσματική
- εξευτελιστικός
- λερώνοντας
- εκτίνω
- μολυσματικός
- κορδόνια
- χειραγώγηση
- δηλητηρίαση
- μολυσματικό
- μόλυνση
- κακομαθαίνω
- μόλυνση
- περίτεχνος
- αραίωση
- εξασθενών
- ρύπανση
- φθηναίνω
- διεφθαρμένος
- ταπεινωτικός
- βεβήλωση
- Θεραπεία
- δηλητηρίαση
- κατασκευάζοντας
- ρύπανση
- μετριαστικός
- προκριματική
- σκλήρυνση
- πλαστογραφία
- πλαστός
- παραπλανητικός
- σπάικινγκ
- μόλυνση
- παραποίηση (чего)
- αυξανόμενος
- εμπλουτίζων
- γονιμοποίηση
- ενδυναμωτικός
- ενδυνάμωση
- ενισχύοντας
- συμπληρώνοντας
- clarifying
- καθαρισμός
- καθαρισμός
- Απόσταξη
- ενισχυτικό
- φιλτράρισμα
- έκπλυση
- Βελτιούμενος
- Επιχρίω
- έκπλυση
- κάθαρση
- καθαριστικός
- διύλιση
- παστερίωση
- ενισχυτικός
- εμπλουτισμός
- βελτίωση
- συμπύκνωση
- συμπίεση
- συγκεντρώνοντας
- απολυμαίνω
Nearest Words of thinning
- thinning shears => Αραῑωτικό ψαλίδι
- thinnish => λεπτός
- thinolite => Θινολίτης
- thin-shelled => με λεπτή κέλυφος (λεπτόφλουδος)
- thin-shelled mussel => Μύδι με λεπτό κέλυφος
- thin-skinned => Λεπτόδερμος
- thio- => θειο-
- thiobacillus => Θειοβάκιλλος
- thiobacteria => θειοβακτήρια
- thiobacteriaceae => Θειοβακτηριίδες
Definitions and Meaning of thinning in English
thinning (n)
the act of diluting something
thinning (p. pr. & vb. n.)
of Thin
FAQs About the word thinning
αραίωση
the act of diluting somethingof Thin
Κοπή,Αραίωση,φόρτωση,εξασθένιση,νοθεύοντας,μολυσματική,εξευτελιστικός,λερώνοντας,εκτίνω,μολυσματικός
αυξανόμενος,εμπλουτίζων,γονιμοποίηση,ενδυναμωτικός,ενδυνάμωση,ενισχύοντας,συμπληρώνοντας,clarifying,καθαρισμός,καθαρισμός
thinness => Λεπτότητα, thinner => πιο λεπτό, thinned => αραιωμένος, thinly => λεπτός, thin-leaved stringybark => Ευγενόλη ο λεπτόφυλλος,