Greek Meaning of pasteurizing

παστερίωση

Other Greek words related to παστερίωση

Definitions and Meaning of pasteurizing in English

pasteurizing

to expose to pasteurization, to subject to pasteurization

FAQs About the word pasteurizing

παστερίωση

to expose to pasteurization, to subject to pasteurization

clarifying,καθαρισμός,καθαρισμός,απολυμαίνω,Απόσταξη,φιλτράρισμα,έκπλυση,Βελτιούμενος,έκπλυση,κάθαρση

νοθεύοντας,Κοπή,Αραίωση,εκτίνω,φόρτωση,αραίωση,εξασθένιση,μολυσματική,διεφθαρμένος,μολυσματικός

pastes => ζυμαρικά, pastels => παστέλ, pasteboards => χαρτόνια, past masters => Παλιοί μάστορες, passions => πάθη,