FAQs About the word sullying

μόλυνση

to make soiled or tarnished, soil, stain

Μόλυνση,Μόλυνση,θάμπωμα,εξευτελισμός,βεβήλωση,Εκτροπή,βλασφημία,διαφθορά,βεβήλωση,βεβήλωση

καθαρισμός,καθαρισμός,Αποκατάσταση,χάρις,αναγέννηση,λύτρωση,αναγέννηση,σωτηρία,αγιασμός

sullies => μολύνει, sullied => Μολυσμένο, sulking => μουτρωμένο, sulked => θύμωσε, sulk(s) => θυμώνω,