Greek Meaning of sulk(s)

θυμώνω

Other Greek words related to θυμώνω

Definitions and Meaning of sulk(s) in English

sulk(s)

a sulky mood or spell, to be moodily silent, a sulky mood, the state of one sulking, to be silently angry, upset, or irritable

FAQs About the word sulk(s)

θυμώνω

a sulky mood or spell, to be moodily silent, a sulky mood, the state of one sulking, to be silently angry, upset, or irritable

κατάλληλο,προσβολή,Κατοικίδιο,Ξέσπασμα οργής,Τίζι,προσβολή,αναταραχή,οργή,γένι,τούβλο

ικανοποίηση,κατευνασμός,ικανοποίηση,ευχαρίστηση,ικανοποίηση,ευτυχία,Ειρήνευση,ευχαρίστηση,ηρεμία

suits => κοστούμια, suitors => μνηστήρων, suites => σουίτες, suitabilities => καταλληλότητες, suing => Καταθέτω μήνυση,