Greek Meaning of defiling

βεβήλωση

Other Greek words related to βεβήλωση

Definitions and Meaning of defiling in English

Webster

defiling (p. pr. & vb. n.)

of Defile

FAQs About the word defiling

βεβήλωση

of Defile

αποκλεισμένος,καταραμένος,καταραμένος,κατευνασμένος,διεφθαρμένος,εκφυλισμένος,διεστραμμένος,διεφθαρμένος,απαγορευμένος,παράνομος

εξουσιοδοτημένος,Καθαρός,αξιοπρεπής,Υψηλός,ηθικός,καλός,υψηλός,ειλικρινής,έντιμος,μόνο

defiliation => αποσυνδύαση, defilement => βεβήλωση, defiled => βεβηλωμένος, defile => βεβηλώνω, defilading => Υπερασπίζομαι,