FAQs About the word tampering (with)

παραποίηση (чего)

to change or touch (something) especially in a way that causes damage or harm

(τρύπωμα (με)),παίζω (με),πειράζω (με),χειραγώγηση,προσβλητικός,τροποποίηση,Επέμβαση,Θεραπεία,παρεμβατικός,ενοχλητικός

No antonyms found.

tampered (with) => παραποιημένο (με), tamper (with) => παραποιώ (με), tall ships => Ψηλά πλοία, tall ship => Ψηλό καράβι, talks over => μιλάει,