Greek Meaning of tampering (with)
παραποίηση (чего)
Other Greek words related to παραποίηση (чего)
Nearest Words of tampering (with)
Definitions and Meaning of tampering (with) in English
tampering (with)
to change or touch (something) especially in a way that causes damage or harm
FAQs About the word tampering (with)
παραποίηση (чего)
to change or touch (something) especially in a way that causes damage or harm
(τρύπωμα (με)),παίζω (με),πειράζω (με),χειραγώγηση,προσβλητικός,τροποποίηση,Επέμβαση,Θεραπεία,παρεμβατικός,ενοχλητικός
No antonyms found.
tampered (with) => παραποιημένο (με), tamper (with) => παραποιώ (με), tall ships => Ψηλά πλοία, tall ship => Ψηλό καράβι, talks over => μιλάει,