Greek Meaning of richening

εμπλουτισμός

Other Greek words related to εμπλουτισμός

Definitions and Meaning of richening in English

richening

to make rich or richer

FAQs About the word richening

εμπλουτισμός

to make rich or richer

εμβάθυνση,ενισχυτικό,εμπλουτίζων,εξατμιζόμενος,εξαγωγή,ενδυναμωτικός,εντατικοποίηση,Απομάκρυνση,ενδυνάμωση,καθαρισμός

Κοπή,Αραίωση,Αραίωση,αραίωση,εξασθένιση,νοθεύοντας

richened => πλούτισε, richen => πλουτίζω, ribs => πλευρά, ribbons => κορδέλες, ribbon(s) => κορδέλες,