Greek Meaning of watering (down)

Αραίωση

Other Greek words related to Αραίωση

Definitions and Meaning of watering (down) in English

watering (down)

to reduce or temper the force or effectiveness of

FAQs About the word watering (down)

Αραίωση

to reduce or temper the force or effectiveness of

Κοπή,Αραίωση,μολυσματικός,φόρτωση,δηλητηρίαση,μολυσματικό,αραίωση,νοθεύοντας,μολυσματική,λερώνοντας

αυξανόμενος,καθαρισμός,εμπλουτίζων,γονιμοποίηση,ενδυναμωτικός,Βελτιούμενος,ενδυνάμωση,ενισχύοντας,συμπληρώνοντας,clarifying

waterfronts => παραλίες, waterfalls => καταρράκτες, watered-down => Αραιωμένος, watered down => αραιωμένο, watered (down) => αραιωμένος,