FAQs About the word qualifying

προκριματική

the grammatical relation that exists when a word qualifies the meaning of the phrase, success in satisfying a test or requirementof Qualify

Τροποποίηση,τροποποίηση,Χρωματισμός,παραμορφωτικό,παραπλανητικός,εσφαλμένη δήλωση,στένωση,Στρέβλωση,παραμόρφωση

επεκτεινόμενος,διεύρυνση,διεύρυνση

qualify => πληροί τις προϋποθέσεις, qualifier => Προσόν, qualifiedness => προσόντα, qualifiedly => ειδικευμένοι, qualified => κατάλληλος,