Greek Meaning of qualled
ειδικευμένος
Other Greek words related to ειδικευμένος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of qualled
- quality of life => Ποιότητα ζωής
- quality control => ποιοτικός έλεγχος
- quality => ποιότητα
- qualities => ιδιότητες
- qualitied => Προσόντα
- qualitatively => ποιοτικά
- qualitative analysis => Ποιοτική ανάλυση
- qualitative => ποιοτικός
- qualifying adjective => Προσδιοριστικός επίθετος
- qualifying => προκριματική
Definitions and Meaning of qualled in English
qualled (imp. & p. p.)
of Quail
FAQs About the word qualled
ειδικευμένος
of Quail
No synonyms found.
No antonyms found.
quality of life => Ποιότητα ζωής, quality control => ποιοτικός έλεγχος, quality => ποιότητα, qualities => ιδιότητες, qualitied => Προσόντα,