Greek Meaning of envenoming
δηλητηρίαση
Other Greek words related to δηλητηρίαση
Nearest Words of envenoming
Definitions and Meaning of envenoming in English
envenoming (p. pr. & vb. n.)
of Envenom
FAQs About the word envenoming
δηλητηρίαση
of Envenom
αποξένωση,ανταγωνισμός,δυσαρέσκεια,Πικρία,αποξένωση,ρήξη,επιδείνωση,εχθρότητα,Αντιπάθεια,πικρία
συμφιλίωση,συμφιλίωση,κατευνασμός,συμφιλίωση,τρυφερότητα,Ειρήνευση,ελάσκω,Κολακία,ηρεμία
envenomed => δηλητηριασμένος, envelopment => φάκελος, enveloping => περιβαλλόμενος, enveloped => επικαλυμμένος, envelope => Φάκελος,