Greek Meaning of enveloped

επικαλυμμένος

Other Greek words related to επικαλυμμένος

Definitions and Meaning of enveloped in English

Webster

enveloped (imp. & p. p.)

of Envelop

FAQs About the word enveloped

επικαλυμμένος

of Envelop

περιορισμένος,περικλειόμενος,επισυνάπτεται,στεγασμένος,συμπεριλαμβανομένης,περικυκλωμένος,οριοθετημένο,εγκιβωτισμένος,φυλακισμένος,Κλειστό

γυμνή,εκτεθειμένο,γυμνός,стрипт

envelope => Φάκελος, envelop => φάκελος, enveigle => Πείθω, envault => θολώνω, envassal => υποτελής,