Greek Meaning of housed
στεγασμένος
Other Greek words related to στεγασμένος
- καταλύματα
- επιβιβάστηκε
- στρατοπέδευσε
- καταλύει
- προστατευμένος
- απονεμημένος
- στρατοπεδευμένος
- κατασκηνώνω
- σκάσαμε
- θαλαμωτός, κούφιος
- μόνιμη διαμονή
- στρατοπεδευμένος
- εγκαταστημένος
- φιλοξενούν
- σπίτι
- τέταρτα
- δωμάτιο
- ασφαλισμένος
- στάβλισμα
- στρατωνισμένος
- τακτοποιημένος (κάτω)
- βάζω
- κουρνιάζει
- έριξε
- σκηνής
- πήρε μέσα
Nearest Words of housed
- housedog => Σκύλος σπιτιού
- housefather => πατέρας της οικογενείας
- housefly => Οικιακή μύγα
- houseful => Γεμάτο σπίτι
- houseguest => καλεσμένος
- household => Νοικοκυριό
- household appliance => Οικιακές συσκευές
- household arts => Οικιακή οικονομία
- household linen => Είδη οικιακού εξοπλισμού
- householder => Ιδιοκτήτης σπιτιού
Definitions and Meaning of housed in English
housed (imp. & p. p.)
of House
FAQs About the word housed
στεγασμένος
of House
καταλύματα,επιβιβάστηκε,στρατοπέδευσε,καταλύει,προστατευμένος,απονεμημένος,στρατοπεδευμένος,κατασκηνώνω,σκάσαμε,θαλαμωτός, κούφιος
εκτοπισμένος,εκδιωγμένος
housecraft => οικιακή οικονομία, housecoat => ρόμπα, housecleaning => καθάρισμα, houseclean => καθαρισμός του σπιτιού, housecarl => Χάουσκάρλ,