Greek Meaning of billeted

στρατοπεδευμένος

Other Greek words related to στρατοπεδευμένος

Definitions and Meaning of billeted in English

Webster

billeted (imp. & p. p.)

of Billet

FAQs About the word billeted

στρατοπεδευμένος

of Billet

καταλύματα,στεγασμένος,καταλύει,απονεμημένος,κατασκηνώνω,επιβιβάστηκε,σκάσαμε,στρατοπέδευσε,θαλαμωτός, κούφιος,μόνιμη διαμονή

εκτοπισμένος,εκδιωγμένος

billet-doux => ερωτικό γράμμα, billet doux => ερωτικό γράμμα, billet => εισιτήριο, billed => τιμολογούμενος, billbug => Ρυγχοφόρος,