FAQs About the word bivouacked

κατασκηνώνω

of Bivouac

κατασκήνωσε (έξω),στρατοπεδευμένος,σακίδιο πλάτης,Με τροχόσπιτο,το πέρασε δύσκολα,σκηνής,τακτοποιημένος (κάτω),Κοιμάται έξω

εκτοπισμένος,εκδιωγμένος

bivouac => καταυλισμός, bivium => διασταύρωση, bivious => δισχιδής, bivial => Διχαλωτή, biventral => Διγαστρικός,