Greek Meaning of biweekly
δεκαπενθήμερο
Other Greek words related to δεκαπενθήμερο
- ετήσιος
- δίμηνο
- καθημερινός
- μαγ
- μηνιαίως
- όργανο
- περιοδικό
- τριμηνιαίος
- εβδομαδιαία
- βιβλίο
- δελτίο
- έκδοση
- επιπλέον
- εφημερίδα της κυβερνήσεως
- ημερολόγιο
- περιοδικό
- εφημερίδα
- χαρτί
- πανί
- κριτική
- ημιμηνιαίο
- δίμηνος
- σειρά
- φύλλο
- τρις εβδομαδιαίος
- ετήσιο βιβλίο
- φανζίν
- χωνεύω
- ημερήσιος
- Φανζίν
- περιοδικό μικρής κυκλοφορίας
- ενημερωτικό δελτίο
- Ενημερωτικό περιοδικό
- εικονογραφικός
- ολισθηρός
- συμπλήρωμα
- καρτέλα
- ταμπλόιντ
Nearest Words of biweekly
Definitions and Meaning of biweekly in English
biweekly (n)
a periodical that is published twice a week or every two weeks (either 104 or 26 issues per year)
biweekly (s)
occurring every two weeks
occurring twice a week
biweekly (r)
twice a week
every two weeks
biweekly (a.)
Occurring or appearing once every two weeks; fortnightly.
biweekly (n.)
A publication issued every two weeks.
FAQs About the word biweekly
δεκαπενθήμερο
a periodical that is published twice a week or every two weeks (either 104 or 26 issues per year), occurring every two weeks, occurring twice a week, twice a we
ετήσιος,δίμηνο,καθημερινός,μαγ,μηνιαίως,όργανο,περιοδικό,τριμηνιαίος,εβδομαδιαία,βιβλίο
No antonyms found.
bivouacking => Διάνυκτερευση υπαιθρου, bivouacked => κατασκηνώνω, bivouac => καταυλισμός, bivium => διασταύρωση, bivious => δισχιδής,