Greek Meaning of weekly
εβδομαδιαία
Other Greek words related to εβδομαδιαία
- ετήσιος
- δίμηνο
- βιβλίο
- δελτίο
- καθημερινός
- έκδοση
- εφημερίδα της κυβερνήσεως
- ημερολόγιο
- περιοδικό
- μηνιαίως
- εφημερίδα
- περιοδικό
- τριμηνιαίος
- ετήσιο βιβλίο
- δεκαπενθήμερο
- χωνεύω
- μαγ
- ενημερωτικό δελτίο
- όργανο
- χαρτί
- πανί
- κριτική
- ημιμηνιαίο
- δίμηνος
- σειρά
- τρις εβδομαδιαίος
- φανζίν
- ημερήσιος
- επιπλέον
- Φανζίν
- περιοδικό μικρής κυκλοφορίας
- Ενημερωτικό περιοδικό
- εικονογραφικός
- φύλλο
- ολισθηρός
- συμπλήρωμα
- καρτέλα
- ταμπλόιντ
Nearest Words of weekly
- weeklong => εβδομαδιαίος
- weeklies => εβδομαδιαίοι
- weekender => Σαββατοκύριακο
- weekend warrior => πολεμιστής του Σαββατοκύριακου
- week-end => Σαββατοκύριακο
- weekday => καθημερινή
- week from monday => εβδομάδα από Δευτέρα
- week by week => εβδομάδα με εβδομάδα
- week after week => Εβδομάδα μετά την εβδομάδα
- week => εβδομάδα
Definitions and Meaning of weekly in English
weekly (n)
a periodical that is published every week (or 52 issues per year)
weekly (s)
of or occurring every seven days
weekly (r)
without missing a week
weekly (a.)
Of or pertaining to a week, or week days; as, weekly labor.
Coming, happening, or done once a week; hebdomadary; as, a weekly payment; a weekly gazette.
weekly (n.)
A publication issued once in seven days, or appearing once a week.
weekly (adv.)
Once a week; by hebdomadal periods; as, each performs service weekly.
FAQs About the word weekly
εβδομαδιαία
a periodical that is published every week (or 52 issues per year), of or occurring every seven days, without missing a weekOf or pertaining to a week, or week d
ετήσιος,δίμηνο,βιβλίο,δελτίο,καθημερινός,έκδοση,εφημερίδα της κυβερνήσεως,ημερολόγιο,περιοδικό,μηνιαίως
No antonyms found.
weeklong => εβδομαδιαίος, weeklies => εβδομαδιαίοι, weekender => Σαββατοκύριακο, weekend warrior => πολεμιστής του Σαββατοκύριακου, week-end => Σαββατοκύριακο,