FAQs About the word weenie

λουκάνικο

a smooth-textured sausage of minced beef or pork usually smoked; often served on a bread roll

φρικιό,nerd,βιβλιοφάγος,Ντανκ,διάνοια,λόγιος,ασθενής,Ειδικός,ακαδημαϊκός,βιβλιοπώλης

τεμπέλης,Υποαποδότης,Τεμπέλης,τεμπέλης,χυδαίος

weeness => αδυναμία, ween => νομίζω, weely => εβδομαδιαία, weel => τροχός, weekwam => Τεπέ,