Greek Meaning of slacker
τεμπέλης
Other Greek words related to τεμπέλης
Nearest Words of slacker
Definitions and Meaning of slacker in English
slacker (n)
a person who shirks his work or duty (especially one who tries to evade military service in wartime)
FAQs About the word slacker
τεμπέλης
a person who shirks his work or duty (especially one who tries to evade military service in wartime)
Τεμπέλης,αργοπορημένος,κωλοβάρελος,drone,Σχολική διαρροή,τεμπέλης,τεμπέλης,τεμπελιά,γυμνοσάλιαγκας,τεμπελιάρης
Γυμνό σύρμα,Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,δράστης,απατεώνας,Φιλότιμος,Χάμερ,Αυτοκινητούμενος
slackening => χαλάρωση, slackened => χαλάρωσε, slacken off => χαλαρώνω, slacken => χαλαρώνω, slacked => χαλαρός,