Greek Meaning of dropout
Σχολική διαρροή
Other Greek words related to Σχολική διαρροή
Nearest Words of dropout
Definitions and Meaning of dropout in English
dropout (n)
someone who quits school before graduation
someone who withdraws from a social group or environment
FAQs About the word dropout
Σχολική διαρροή
someone who quits school before graduation, someone who withdraws from a social group or environment
παραιτούμαι,αναληψη,παραιτούμαι
κατατάσσω (σε),εγγράφομαι (σε),Εισαγάγετε,ενταχθούν,Εγγραφή (σε),εγγραφείτε (για),μπες,επανακατάταξη,επανεισέρχομαι,rejoin = επανεισέρχομαι
drop-off charge => Τέλη παράδοσης, drop-off => Σημείο απόβασης, dropmele => Dropmele, dropmeal => τραπέζι φαγητού, dropline => Γραμμή σταγόνας,