FAQs About the word reenroll

Επανεγγραφή

to enroll (as in a school or course of study) again

κατατάσσω (σε),εγγράφομαι (σε),επανακατάταξη,επανεισέρχομαι,rejoin = επανεισέρχομαι,Εισαγάγετε,μπες,ενταχθούν,ανανεώνω,Εγγραφή (σε)

παραιτούμαι,παραιτούμαι,αναληψη,Αποβολή

re-enlisting => Επανακατάταξη, reenlisting => Επανακατάταξη, reengineering => αναδιοργάνωση, reengineered => μηχανική ανακατασκευή, reengineer => ανασχεδιάζω,