Greek Meaning of saunterer

Περιπατητής

Other Greek words related to Περιπατητής

Definitions and Meaning of saunterer in English

Wordnet

saunterer (n)

someone who walks at a leisurely pace

Webster

saunterer (n.)

One who saunters.

FAQs About the word saunterer

Περιπατητής

someone who walks at a leisurely paceOne who saunters.

γυναικάς,τεμπέλης,αργοπορημένος,τεμπέλης,αλήτης,κουτσομπόλης,τεμπελιά,βραδυκίνητος,drone,οπισθοδρομικός

Γυμνό σύρμα,Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,δράστης,Φιλότιμος,Χάμερ,απατεώνας,Αυτοκινητούμενος

sauntered => περίπατος, saunter => περιπατώ, saunders-blue => saunders-μπλε, saunders => Σόντερς, sauna => σάουνα,