FAQs About the word quitter

παραιτημένος

a person who gives up too easilyOne who quits., A deliverer.

κοτόπουλο,δειλός,ηττοπαθής,δειλός,Κανελόνια,μίγμα,φάνκ,μαλαγάνας,μαλάκας,Αδύναμος

ήρωας,σταθερός,γενναίος,Τολμηρός

quitted => άφησε, quittance => Аποδεικτικό, quittal => παραίτηση, quittable => ακυρώσιμο, quits => παραιτείται,