Greek Meaning of dallier

γυναικάς

Other Greek words related to γυναικάς

Definitions and Meaning of dallier in English

Wordnet

dallier (n)

someone who wastes time

Webster

dallier (n.)

One who fondles; a trifler; as, dalliers with pleasant words.

FAQs About the word dallier

γυναικάς

someone who wastes timeOne who fondles; a trifler; as, dalliers with pleasant words.

Σαλιγκάρι,ανιχνευτής,Τράτα,οπισθοδρομικός,αργοπορημένος,αλήτης,τεμπέλης,γυμνοσάλιαγκας,αργοπορημένος,βραδυκίνητος

απατεώνας,συσκευή μπέρδεμα,Ταχύτατο αμάξι,Γρήγορο αυτοκίνητο,Φιλότιμος,πιο βιαστικός,βιαστικός

dallied => καθυστερείν, dalliance => ερωτοτροπία, dalles => Ντάλες, dallas => Ντάλας, dall sheep => Πρόβατο Νταλ,