Greek Meaning of bivouacking
Διάνυκτερευση υπαιθρου
Other Greek words related to Διάνυκτερευση υπαιθρου
Nearest Words of bivouacking
Definitions and Meaning of bivouacking in English
bivouacking (n)
the act of encamping and living in tents in a camp
bivouacking (p. pr. & vb. n.)
of Bivouac
FAQs About the word bivouacking
Διάνυκτερευση υπαιθρου
the act of encamping and living in tents in a campof Bivouac
σακιδιοπεριήγηση,Καμπινγκ,κατασκήνωση,κατασκήνωση,καραβάν,περνάω δύσκολα,κλινοσκεπάσματα (κάτω),κοιμάσαι έξω
εκτίναξη,έξωση
bivouacked => κατασκηνώνω, bivouac => καταυλισμός, bivium => διασταύρωση, bivious => δισχιδής, bivial => Διχαλωτή,