FAQs About the word bivouacking

Διάνυκτερευση υπαιθρου

the act of encamping and living in tents in a campof Bivouac

σακιδιοπεριήγηση,Καμπινγκ,κατασκήνωση,κατασκήνωση,καραβάν,περνάω δύσκολα,κλινοσκεπάσματα (κάτω),κοιμάσαι έξω

εκτίναξη,έξωση

bivouacked => κατασκηνώνω, bivouac => καταυλισμός, bivium => διασταύρωση, bivious => δισχιδής, bivial => Διχαλωτή,