FAQs About the word tenting

κατασκήνωση

the act of encamping and living in tents in a campof Tent

σακιδιοπεριήγηση,Διάνυκτερευση υπαιθρου,Καμπινγκ,κοιμάσαι έξω,κλινοσκεπάσματα (κάτω),καραβάν,κατασκήνωση,κάμπινγκ

No antonyms found.

tentiginous => σκηνοειδής, tentifly => Τενάφλι, tentif => Νευρικός, tenthredinides => Τενθρηδίνοιδη, tenthredinidae => Tenthredinidae,