FAQs About the word caravanning

κάμπινγκ

the practice of taking holidays in a caravan

σακιδιοπεριήγηση,κλινοσκεπάσματα (κάτω),κατασκήνωση,Καμπινγκ,κοιμάσαι έξω

No antonyms found.

caravaneer => καραβανέρης, caravan inn => Χάνι, caravan => Ρυμουλκούμενο τροχόσπιτο, caravaggio => Καραβάτζιο, carat => Καράτι,