Greek Meaning of reconcilement
συμφιλίωση
Other Greek words related to συμφιλίωση
Nearest Words of reconcilement
Definitions and Meaning of reconcilement in English
reconcilement (n.)
Reconciliation.
FAQs About the word reconcilement
συμφιλίωση
Reconciliation.
συμφιλίωση,συμφωνία,Ανακωχή,Εκεχειρία,κατάπαυση του πυρός,εκτόνωση,Ειρήνη,Ειρηνική περίοδος
σύγκρουση,εχθροπραξίες,Πόλεμος,Θερμός πόλεμος
reconciled => συμφιλιωμένος, reconcile => συμβιβά, reconcilable => συμβιβάσιμος, reconcentration => ανασυγκέντρωση, reconcentrate => συγκεντρώνω ξανά,