Greek Meaning of reconciled
συμφιλιωμένος
Other Greek words related to συμφιλιωμένος
- προσαρμοσμένος
- ευθυγραμμισμένος
- συντονισμένος
- συνδυασμένος
- συνδεδεμένος
- συντονισμένος
- εναρμονισμένος
- ενσωματωμένο
- ταιριαστό
- συγχωνευμένο
- κατάλληλος
- συμφιλιωμένος
- σύμφωνος
- καταλύματα
- ισορροπημένος
- μικτός
- συσχετισμένα
- με πλήκτρα
- ζευγαρωμένο
- συγχρονισμένος
- συντονισμένος
- ενωμένος
- ενωμένος
- συντεθειμένο
- διατεταγμένος
- παρατεταγμένοι
- αναμεμειγμένο
- ενωμένος με αρμούς που μοιάζουν με ουρά περιστεριού
- ίσο
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- λειωμένος
- προσχώρησε
- ορχηστρωμένος
- παραγγελθέντα
- στο τετράγωνο
- Τυποποιημένο
- ευθυγραμμισμένο
- αναλογικός
- κανονικοποιημένο
Nearest Words of reconciled
Definitions and Meaning of reconciled in English
reconciled (s)
made compatible or consistent
reconciled (imp. & p. p.)
of Reconcile
FAQs About the word reconciled
συμφιλιωμένος
made compatible or consistentof Reconcile
προσαρμοσμένος,ευθυγραμμισμένος,συντονισμένος,συνδυασμένος,συνδεδεμένος,συντονισμένος,εναρμονισμένος,ενσωματωμένο,ταιριαστό,συγχωνευμένο
αλλοτριωμένος,μπερδεμένος,ακατάστατος,ανοργάνωτος,διακοπή,διαταραγμένος,αποξενωμένος,στραβό,αναστατωμένος,δυσαρμονικός
reconcile => συμβιβά, reconcilable => συμβιβάσιμος, reconcentration => ανασυγκέντρωση, reconcentrate => συγκεντρώνω ξανά, reconcentrado => συμπυκνωμένος,