Greek Meaning of standardized

Τυποποιημένο

Other Greek words related to Τυποποιημένο

Definitions and Meaning of standardized in English

Wordnet

standardized (s)

brought into conformity with a standard

capable of replacing or changing places with something else; permitting mutual substitution without loss of function or suitability

FAQs About the word standardized

Τυποποιημένο

brought into conformity with a standard, capable of replacing or changing places with something else; permitting mutual substitution without loss of function or

οργανωμένος,κανονικοποιημένο,δομημένος,συστηματικός,συστηματοποιημένο,ακριβής,Σωστό,μεθοδικός,μεθοδικός,καθαρός

ανοργάνωτος,τυχαίος,τυχαίος,ακανόνιστος,μη συστηματικός,μη συστηματικός,χαοτικός,ακατάστατος,ακατάστατη,Ανεμπόδιστες

standardize => τυποποιώ, standardization => τυποποίηση, standardiser => τυποποιώ, standardised => τυποποιημένο, standardise => τυποποίηση,