Greek Meaning of stander

Βάση

Other Greek words related to Βάση

Definitions and Meaning of stander in English

Wordnet

stander (n)

an organism (person or animal) that stands

FAQs About the word stander

Βάση

an organism (person or animal) that stands

είναι,Ψέμα,κάθομαι,μένω,περιμένω,αρκούδα,εντολή,κατοικώ,αραιώνω ,παραβλέπω

αποφεύγω,πτώση,απολύω,μάχη,αντιτίθεμαι,αρνούμαι,απορρίπτω,αντιστέκομαι,παρακάμπτω,μάχη

standee => σταντ, stand-down => στάση εργασίας, standby => εφεδρεία, standardizer => τυποποιητής, standardized => Τυποποιημένο,