FAQs About the word paired

ζευγαρωμένο

occurring in pairs or as a pair, of leaves etc; growing in pairs on either side of a stem, mated sexuallyof Pair

διπλό,ζευγαρωμένοι,δυαδικός, διμερής,διμερής,διπλό,Duplex,δίδυμος,Δικάννα,διπλός

ανύπαντρος,μη συζευγμένο

pair production => Παραγωγή ζεύγους, pair off => ζευγαρώνονται, pair of tweezers => τσιμπιδάκι, pair of trousers => παντελόνι, pair of tongs => τανάλια,