Greek Meaning of pairing
ζευγάρωμα
Other Greek words related to ζευγάρωμα
- συνενώνοντας
- ανάμιξη
- συνδυάζοντας
- Τήξη
- ολοκληρώνοντας
- ένταξη
- ταιριαστό
- συγχώνευση
- ανάμειξη
- οργάνωση
- συγχρονίζοντας
- ενοποιητικό
- συνδεόμενο
- ενοποίηση
- συσχετίζοντας
- ενορχήστρωση
- τετραγωνισμός
- Σύνθεση
- προσαρμοστικός
- στοίχιση
- εξισορρόπηση
- κωδικοποίηση
- συντονισμός
- σφήνα
- εξισώνοντας
- βραδιά
- κατάλληλος
- συγκρότηση
- προετοιμασία
- μεθοδικός
- κατάλληλος
- συντονισμός
- συνένωση
- τυποποίηση
- συστηματοποιώντας
- συστηματοποίηση
- διάταξη
- διάταξη
- συντονισμός
- συμμορφούμενος
- εναρμονιστική
- Πλήκτρα
- συμβιβαστικός
- ευθυγράμμιση
- συμβιβαστικός
- αναλογικά
- κανονικοποιητικός
Nearest Words of pairing
Definitions and Meaning of pairing in English
pairing (n)
the act of pairing a male and female for reproductive purposes
the act of grouping things or people in pairs
pairing (p. pr. & vb. n.)
of Pair
pairing (v. i.)
The act or process of uniting or arranging in pairs or couples.
See To pair off, under Pair, v. i.
FAQs About the word pairing
ζευγάρωμα
the act of pairing a male and female for reproductive purposes, the act of grouping things or people in pairsof Pair, The act or process of uniting or arranging
συνενώνοντας,ανάμιξη,συνδυάζοντας,Τήξη,ολοκληρώνοντας,ένταξη,ταιριαστό,συγχώνευση,ανάμειξη,οργάνωση
συγκεχυμένος,διαταραχή,Ανοργάνωτος,ανησυχητικός,ανησυχητικό,Στρέβλωση,αναστατωτικός,αποδιοργανωτικό,Δυσαρμονικός
pairer => ζευγάρι, paired => ζευγαρωμένο, pair production => Παραγωγή ζεύγους, pair off => ζευγαρώνονται, pair of tweezers => τσιμπιδάκι,