Greek Meaning of keying

Πλήκτρα

Other Greek words related to Πλήκτρα

Definitions and Meaning of keying in English

Webster

keying (p. pr. & vb. n.)

of Key

FAQs About the word keying

Πλήκτρα

of Key

συντονισμός,συμβιβαστικός,προσαρμοστικός,στοίχιση,συντονισμός,εξισορρόπηση,συνδυάζοντας,συμμορφούμενος,συνδεόμενο,συσχετίζοντας

συγκεχυμένος,Ανοργάνωτος,ανησυχητικός,ανησυχητικό,Στρέβλωση,αναστατωτικός,αποξενωτικός,αποδιοργανωτικό,Δυσαρμονικός,διαταραχή

keyhole saw => Πριονοτρύπανο, keyhole limpet => Βασιλικός χτένας, keyhole => κλειδαρότρυπα, keyed => με πλήκτρα, key-cold => παγωμένος,