Greek Meaning of keyless

χωρίς κλειδί

Other Greek words related to χωρίς κλειδί

Definitions and Meaning of keyless in English

Wordnet

keyless (a)

lacking or not requiring a key

FAQs About the word keyless

χωρίς κλειδί

lacking or not requiring a key

μεγάλος,κυρίαρχος,ο σημαντικότερος,μεγαλύτερος,κύριος,κυρίαρχος,πρωτεύον,υψηλότερος,καρδινάλιος,κεντρικός

τελευταίο,λιγότερο,ανήλικος,ασήμαντος,αμελητέος,δευτερεύων,ελαφρύ,υφιστάμενος,ασήμαντος,ασήμαντο

keying => Πλήκτρα, keyhole saw => Πριονοτρύπανο, keyhole limpet => Βασιλικός χτένας, keyhole => κλειδαρότρυπα, keyed => με πλήκτρα,